λυσσ(ι)άρης

λυσσ(ι)άρης
ο , λυσσ(ι)άρα η
1) бешен|ый, -ая; 2) эротоман, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λυσσ(ι)άρης" в других словарях:

  • λυσσ(ι)άρης, -α, -ικο — λυσσασμένος, μανιασμένος, παράφορος: Ήταν λυσσάρης και κυνηγούσε όλες τις γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανισάρης — ο (Μ μανισάρης και μανισιάρης) μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού αορ. τού ρ. μανίζω + κατάλ. –άρης (πρβλ. λυσσ άρης) …   Dictionary of Greek

  • πιθυμιάρης — α, ικο, Ν αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθυμιά + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • πνιγάρης — ο, Ν 1. αυτός που αφαιρεί με πνιγμό τη ζωή κάποιου 2. μτφ. μέλος συμμορίας, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψεματάρης — και διαλ. τ. ψοματάρης, α, ικο, Ν ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψοφιάρης — α, ικο, Ν (για πρόσ.) πολύ εξαντλημένος, ψόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφιος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχικάρης — α, ικο, Ν 1. φιλεύσπλαγχνος 2. ειρων. (για γυναίκα) αυτή που παραδίνεται εύκολα σε άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχικό + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»